- ηγουμενεύω
- αμετ. игуменствовать, быть игуменом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηγουμενεύω — [ηγούμενος] είμαι ηγούμενος ή ηγουμένη ή εκτελώ χρέη ηγουμένου ή ηγουμένης σε μοναστήρι … Dictionary of Greek
ηγουμενεύω — είμαι ηγούμενος σε μοναστήρι ή αναπληρώνω ηγούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)